βαρυνούσας

βαρυνούσας
βαρυνούσᾱς , βαρύνω
weigh down
fut part act fem acc pl (attic epic doric)
βαρυνούσᾱς , βαρύνω
weigh down
fut part act fem gen sg (doric)
βαρῡνούσᾱς , βαρύνω
weigh down
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
βαρῡνούσᾱς , βαρύνω
weigh down
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονιμότητα — η (Α μονιμότης) [μόνιμος] η ιδιότητα τού μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια νεοελλ. το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και τη συναφή νομοθεσία εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”